- καίμιον
- καίμιον, τό,A fowl, POxy.1656.14 (iv/v A. D.). (Coptic ġaime.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καίμιον — καίμιον, τὸ (Α) πάπ. πτηνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπτικό ġaime] … Dictionary of Greek